- φεμινίστρια
- feminist
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
σουφραζέτα — και σωφραζέτα, η, Ν 1. (παλαιότερα στην Αγγλία) γυναίκα που διεκδικούσε το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες 2. (γενικά) φεμινίστρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. suffragette < suffrage «ψήφος» (< λατ. suffragium)] … Dictionary of Greek
φεμινιστής — ο, θηλ. φεμινίστρια, Ν οπαδός τού φεμινισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feministe (βλ. και λ. φεμινισμός)] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γούλστονκραφτ, Μέρι — (Mary Wollstonecraft, 1759 – 1797). Αγγλίδα συγγραφέας και φεμινίστρια. Η Γ. υπήρξε πνεύμα τολμηρό και πρωτοπόρο στον τομέα της ισότητας των φύλων και υπερασπίστηκε φανατικά τα δικαιώματα των γυναικών στην εργασία και στην εκπαίδευση. Μετά τη… … Dictionary of Greek
Πάνκχορστ, Εμελίνα — (Pankhurst, 1858 1928). Αγγλίδα φεμινίστρια. Σπούδασε στην École Normal του Παρισιού. Το 1879 έγινε σύζυγος του δικηγόρου και φεμινιστή Ρίτσαρντ Πάνκχορστ, που τον θαύμαζε για τις προοδευτικές αντιλήψεις του. Το 1889 πήρε ενεργό μέρος στην ίδρυση … Dictionary of Greek
Παρρέν, Καλλιρρόη — (Ρέθυμνο, Κρήτη 1861 – Αθήνα 1940). Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Εξέδωσε την πρώτη γυναικεία εφημερίδα στην Ελλάδα (Εφημερίς των Κυριών, 1887), όπου συζητούσε και έριχνε φως στα προβλήματα που σχετίζονταν με την ψυχική και πνευματική… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek